dualidad - ορισμός. Τι είναι το dualidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι dualidad - ορισμός

PÁGINA DE DESAMBIGUACIÓN DE WIKIMEDIA

dualidad         
Sinónimos
sustantivo
1) doble: doble, duplo, pareja, par, pareo
dualidad         
dualidad f. Cualidad de dual. Circunstancia de existir dos cosas de la misma clase. Mineral. Propiedad de algunos cuerpos de cristalizar, según las circunstancias, en una u otra de dos formas geométricas.
dualidad         
sust. fem.
1) Condición de reunir dos caracteres distintos una misma persona o cosa.
2) Química. Facultad que tienen algunos cuerpos de cristalizar, según las circunstancias, en dos sistemas cristalinos diferentes.
3) Circunstancia de existir a un tiempo dos cosas de una misma especie.

Βικιπαίδεια

Dualidad

Dualidad puede referirse a:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για dualidad
1. "Esa dualidad le ha permitido hacerse imprescindible.
2. Es una dualidad que le enorgullece y le apasiona.
3. The Wall Street Journal mostró su habitual dualidad.
4. Aunque lo ha escrito sin ocultar la dualidad que siente.
5. Eso, más la dualidad de los personajes, son esenciales para el éxito de este producto", agregan.
Τι είναι dualidad - ορισμός